- βαρηθῶσιν
- βαρέωweigh downaor subj pass 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отѧгъчати — ОТѦГЪЧА|ТИ 1 (14), Ю, ѤТЬ гл. 1.Сделать тяжелым, отяжелить. Образн.: ѥгда не можеть рука Г(с)нѧ сп҃сти. или ѡтѧгчалъ ѥсть мл(с)ть свою. грѣси разлучаю(т) межю Бг҃мь и нами. и грѣ(х) ради наши(х) ѿврати лице свое ѿ на(с). ЛЛ 1377, 139 (1193). 2.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κραιπάλη — η (AM κραιπάλη) υπερβολική μέθη («μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλη καὶ μέθη καὶ μερίμναις βιοτικαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. ακόλαστη ζωή 2. αλόγιστη σπατάλη αρχ. 1. κρασοκατάνυξη 2. πονοκέφαλος που οφείλεται σε υπερβολική οινοποσία («ὁκόσοι… … Dictionary of Greek